- ακριδολόγος
- ο1. δίχτυ που χρησιμοποιείται για το κυνήγι ακρίδων2. θήκη από καλάμι, μέσα στην οποία διατηρούν ζωντανές ακρίδες.[ΕΤΥΜΟΛ. < ακρίδα + -λόγος < λέγω «συλλέγω».ΠΑΡ. νεοελλ. ακριδολογώ].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ακριδολογώ — [ακριδολόγος] 1. μαζεύω ακρίδες 2. παροιμ. «Η αλεπού είχε αργατειά κι εκείνη ακριδολόγα» (γι’ αυτόν που παραμελεί τις δουλειές του και ασχολείται με ασήμαντα πράγματα) 3. έχω πολύ μικρή σοδειά 4. ματαιοπονώ … Dictionary of Greek
-λόγος — (AM λόγος) β συνθετικό πολλών παροξύτονων ονομάτων και επιθέτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που δηλώνουν αυτόν που λέει ό,τι δηλώνει το α συνθετικό (αισχρολόγος «αυτός που μιλάει αισχρά», ευφυολόγος «αυτός που λέει έξυπνα αστεία») ή αυτόν που … Dictionary of Greek
ακρίδα — Κοινή ονομασία εντόμων που ανήκουν στις υποτάξεις των ξιφοφόρων και των κοιλοφόρων. Διακρίνονται εύκολα μεταξύ τους γιατί τα πρώτα έχουν πολύ μακριές και νηματοειδείς κεραίες, ενώ τα δεύτερα κοντόχοντρες· επιπλέον τα ξιφοφόρα έχουν μακρύ… … Dictionary of Greek
ακριδοθήρας — Επιστημονική ονομασία γένους πτηνών της οικογένειας των στουρνιδών ή ψαριδών. Τα σημαντικότερα είδη του γένους είναι ο α. ομελαγχολικός, που ζει στην Ινδία και ο α. ο ρόδινος, που είναι αποδημητικό πουλί, γνωστό και ως αγιοπούλι ή ακριδολόγος … Dictionary of Greek